- παραπίμπραμαι
- παραπίμπραμαι, [voice] Pass.,A to be inflamed, X.Eq.1.4, Thphr.Sud.15, Gal.11.234.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπίμπραμαι — Α καίγομαι, φλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίμπραμαι «καίγομαι»] … Dictionary of Greek
παραπεπρῆσθαι — παραπίμπραμαι to be inflamed perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπίμπρανται — παραπίμπραμαι to be inflamed pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπίμπρασθαι — παραπίμπραμαι to be inflamed pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπίμπραται — παραπίμπραμαι to be inflamed pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπίπρανται — παραπίμπραμαι to be inflamed pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)